- αἰτηματώδης
- αἰτηματ-ώδης, was nur angenommen wird
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αιτηματώδης — αἰτηματώδης, ες (Α) [αἴτημα] ο όμοιος με αίτημα … Dictionary of Greek
αἰτηματῶδες — αἰτηματώδης question begging masc/fem voc sg αἰτηματώδης question begging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίτημα — Ό,τι ζητά κανείς, η απαίτηση. (Μαθημ., Φυσ.) Θεμελιώδης πρόταση που μπορεί με τη βοήθεια υποθέσεων και ορισμών να χρησιμεύσει ως βάση για την οικοδόμηση μιας θεωρίας ή για την εξήγηση μιας σειράς πράξεων ή φαινομένων. Το α., σε αντίθεση με το… … Dictionary of Greek